ἐρεβώδης

ἐρεβώδης
ἐρεβώδης
dark as Erebos
masc/fem acc pl (attic epic doric)
ἐρεβώδης
dark as Erebos
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἐρεβώδης
dark as Erebos
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερεβώδης — ώδες (Α ἐρεβῶδης, ῶδες) [έρεβος] αυτός που είναι σκοτεινός όπως το έρεβος, ο κατασκότεινος νεοελλ. μτφ. ο σκοτεινός στην ψυχή, ο γεμάτος κακίες, ο μοχθηρός …   Dictionary of Greek

  • ἐρεβῶδες — ἐρεβώδης dark as Erebos masc/fem voc sg ἐρεβώδης dark as Erebos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεβώδεος — ἐρεβώδης dark as Erebos masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • έρεβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, προσωποποίηση του πρωτογενούς σκότους, γιος του Χάους και αδελφός της Νύκτας. Γέννησε μαζί της τον Αιθέρα (το φως της ημέρας), την Ημέρα και τον Έρωτα και ύστερα κατέβηκε στα βάθη της Γης, όπου βρίσκεται το βασίλειο του Άδη …   Dictionary of Greek

  • ερεμνός — ἐρεμνός, ή, όν και ἐρεμναῑος, η, ον (Α) 1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός 2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» σκοτεινή φήμη (Σοφ.) 3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.) 4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος] …   Dictionary of Greek

  • σκότιος — α, ο / σκότιος, ία, ον, ΝΑ, και σκότιος, ον, Α [σκότος] σκοτεινός, μαύρος (α. «μέσ στα σκότια γνέφη γέρνει και κοιμάται [ο ήλιος]», Γρυπ. β. «ὦ σκοτία νύξ», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. δόλιος, ύπουλος, κακόβουλος, καταχθόνιος (α. «σκότιες σκέψεις» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”